- απρόσοδος
- -η, -ο (AM ἀπρόσοδος, -ον)νεοελλ.αυτός που δεν αποφέρει εισόδημα, ή κέρδοςαρχ.-μσν.ο απρόσιτοςμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπρόσοδονη μη παροχή προσόδων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπρόσοδος — without approach masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απρόσοδος — η, ο αυτός που δε φέρνει εισόδημα, πρόσοδο: Το χτήμα αυτό είναι εντελώς απρόσοδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπρόσοδον — ἀπρόσοδος without approach masc/fem acc sg ἀπρόσοδος without approach neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσοδα — ἀπρόσοδος without approach neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρόσοδοι — ἀπρόσοδος without approach masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek